αντιρευματικός

αντιρευματικός
-ή, -ό
(για φάρμακα, θεραπεία κ.λπ.) ο κατάλληλος για την αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”